- λησμονημένος
- η , ο[ν] забытый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Христопулос, Афанасиос — Афанасиос Христопулос Афанасиос Христопулос (греч. Αθανάσιος Χριστόπουλος, Кастория май 1772 года Бухарест 19 января … Википедия
άμνηστος — ἄμνηστος, ον (Α) αυτός που ξεχάστηκε, ο λησμονημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μνηστὸς < μιμνήσκω. ΠΑΡ. αμνηστία, αμνήστευτος, αμνηστικός, αρχ. ἀμνηστεύω, νεοελλ. αμνήστευση, αμνηστεύσιμος, αμνηστευτικός, αμνηστεύω, αμνηστώ] … Dictionary of Greek
αθύμητος — η, ο [θυμούμαι] αυτός που κανείς πια δεν θυμάται ή δεν θέλει να θυμάται, λησμονημένος, ξεχασμένος … Dictionary of Greek
αμνήμων — ἀμνήμων ( ονος), ον (ΑΝ) 1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης 2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστος αρχ. 1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ… … Dictionary of Greek
ανενθύμητος — η, ο (AM ἀνενθύμητος, ον) όποιος δεν θυμάται, παραγνωρίζει, παραβλέπει κάτι νεοελλ. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί πλέον να θυμηθεί κάποιος, ο λησμονημένος αρχ. ο ακατάληπτος, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου (για τον… … Dictionary of Greek
κονισαλέος — α, ο (Α κονισαλέος, α και η, ον) [κονίσαλος] γεμάτος σκόνη, σκονισμένος, κατασκονισμένος («κονισαλέην τρίχα σείων», Νόνν.) νεοελλ. συνεκδ. παλιός, λησμονημένος … Dictionary of Greek
κωφός — ή, ό (Α κωφός, ή, όν) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ. β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.) 2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
Τσακάλωφ, Αθανάσιος — (Ιωάννινα μετά το 1790 – Μόσχα 1851). Ηπειρώτης Φιλικός. Νέος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να καταφύγει στον πατέρα του, στη Ρωσία, απ’ όπου στάλθηκε (το 1814;) για σπουδές στο Παρίσι. Τον επόμενο χρόνο ωστόσο αφήνει τη… … Dictionary of Greek
λησμονιέμαι — λησμονιέμαι, λησμονήθηκα, λησμονημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. λησμονούμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής